- ανθρωποφοβία
- η нелюдимость, мизантропия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθρωποφοβία — η το να φοβάται κανείς τους ανθρώπους: Αποφεύγει τους ανθρώπους σαν να πάσχει από ανθρωποφοβία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθρωποφοβία — η έμμονος και παθολογικός φόβος για τους ανθρώπους, που εκδηλώνεται, κυρίως, με την αποφυγή των ανθρώπινων σχέσεων και επαφών … Dictionary of Greek
-φοβία — ΝΑ β συνθετικό πολλών αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που είτε σχηματίστηκαν από επίθετα σε φόβος (< φόβος, πρβλ. ανθρωποφοβία, αφοβία, κενοφοβία, ξενοφοβία, σκιοφοβία, υδροφοβία, φωτοφοβία, ψυχροφοβία) είτε απευθείας από το αφηρημένο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
ανθρωπόφοβος — η, ο αυτός που πάσχει από ανθρωποφοβία, ακοινώνητος, μισάνθρωπος … Dictionary of Greek